προηρόσιος

προηρόσιος
και πρηρόσιος, -ία, -ον, ουδ. πληθ. και προηρέσια, Α
1. αυτός που γίνεται πριν από την άροση
2. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ προηροσία ή πρηροσία, τὰ προηρόσια ή προηρέσια
γιορτή προς τιμή τής Δήμητρος και τής Κόρης την οποία τελούσαν οι Αθηναίοι στην Ελευσίνα στις αρχές τού μηνός Πυανεψιώνος, δηλαδή στα μέσα Οκτωβρίου, με ευρεία συμμετοχή τών αττικών δήμων και τών αποικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «πρό ἀροτοῦ» < ἀροτός (< ἀρῶ «οργώνω») + επίθημα -ιος με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ευ-ηρόσιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προηρόσιον — προηρόσιος before the time of tillage masc acc sg προηρόσιος before the time of tillage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίους — προηρόσιος before the time of tillage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσία — προηροσίᾱ , προηρόσιος before the time of tillage fem nom/voc/acc dual προηροσίᾱ , προηρόσιος before the time of tillage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προηροσίᾱ , προηροσία fem nom/voc/acc dual προηροσίᾱ , προηροσία fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίας — προηροσίᾱς , προηρόσιος before the time of tillage fem acc pl προηροσίᾱς , προηρόσιος before the time of tillage fem gen sg (attic doric aeolic) προηροσίᾱς , προηροσία fem acc pl προηροσίᾱς , προηροσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίων — προηρόσια before the time of tillage neut gen pl προηρόσιος before the time of tillage fem gen pl προηρόσιος before the time of tillage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραράτιος — και πραράτριος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Επίδαυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «πρὸ ἄρατος», όπου η λ. *ἄρατος αμάρτυρη ισοδυναμεί με τους τ. ἄροτος «καλλιεργημένος αγρός» ή ἄρατρον, κρητ. τ. τού ἄροτρον (< ρ. ἀρόω*… …   Dictionary of Greek

  • πρηροσία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • πρηρόσιος — ία, ον, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • προηρέσια — τὰ, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • προηρόσια — τὰ, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”